προσμέτρηση

προσμέτρηση
η, Ν
συνυπολογισμός, προσυπολογισμός, συναρίθμηση («για τον καθορισμό τού ποσού τής σύνταξής του ζήτησε την προσμέτρηση τών χρόνων που εργάστηκε στο εξωτερικό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσμετρώ. Η λ., στον λόγιο τ. προσμέτρησις, μαρτυρείται από το 1833 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσμέτρηση — η ο υπολογισμός πρόσθετου, ο συνυπολογισμός: Με την προσμέτρηση της προϋπηρεσίας μου συμπληρώνω χρόνο συντάξιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δίγαμμα — To έκτο γράμμα (F) του φοινικικού αλφάβητου, το οποίο ονομάστηκε έτσι από το σχήμα του που μοιάζει με διπλό κεφαλαίο Γ και προφερόταν βαυ, γιατί παρίστανε έναν φθόγγο σαν το σημερινό Β ή σαν μισό ου. Οι Έλληνες, μαζί με τα άλλα γράμματα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”